- θυελλοτόκος
- θῠελλο-τόκος, ον,A producing storms, ib.28.277.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυελλοτόκος — θυελλοτόκος, ον, (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που παράγει θύελλες, αυτός που προκαλεί θύελλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. διδυμο τόκος, κυμο τόκος] … Dictionary of Greek
θυελλοτόκοιο — θυελλοτόκος producing storms masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… … Dictionary of Greek